Με τους κλειστούς προϋπολογισμούς στη φαρμακευτική δαπάνη και τις συνολικές περικοπές στην υγεία, οι ασθενείς φτάνουν να πληρώνουν κάτι λιγότερο απ΄ ότι το κράτος, για τη φαρμακευτική τους περίθαλψη – Φρένο στις νέες θεραπείες
Δραματική είναι η επιβάρυνση των ασθενών από την επί χρόνια μείωση της συμμετοχής του κράτους στη φαρμακευτική δαπάνη, όμως ταυτόχρονα η περιορισμένη χρηματοδότηση της υγείας, έχει επιπτώσεις και στην ποιότητα των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται, καθώς νέα σκευάσματα με καλύτερους τρόπους χορήγησης δεν φτάνουν στη χώρα.
Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα υπέστη τη μεγαλύτερη μείωση στις δαπάνες υγείας, ενώ και η ανάκαμψη στη συνέχεια, ήταν η μικρότερη σε σύγκριση με όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Συγκεκριμένα η ύφεση «έριξε» την κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας κατά 7,3%, ενώ η ανάκαμψη από το 2013-2019 περιορίστηκε μόλις στο 0,4%. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Κροατία με μείωση των δαπανών υγείας κατά 2,4% και ανάκαμψη κατά 4,5% στη συνέχεια, ενώ η Ρουμανία κατά την κρίση αύξησε τις δαπάνες κατά 5,4% και στην ανάκαμψη κατά 7,8%.
Η επιβάρυνση των ασθενών
Με τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη να περιορίζεται στα 2 δις. περίπου για φάρμακα εκτός νοσοκομείου, οι ασθενείς καταβάλλουν επιπλέον άλλα 1,6 δις. ευρώ.
Στοιχεία του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ), δείχνουν ότι κάθε χρόνο που περνά από το 2012 μέχρι σήμερα, η προβλεπόμενη συμμετοχή τους ανεβαίνει από τα 416 εκατ. ευρώ το 2012 στα 639 εκατ. ευρώ το 2020. Στο ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθούν επίσης και οι δαπάνες για Μη Συνταγογραφούμενα Φάρμακα (ΜΗΣΥΦΑ) που φτάνουν τα 300 εκατ. ευρώ, άλλα 120 εκατ. ευρώ από συνταγογραφούμενα φάρμακα, που όμως δεν αποζημιώνονται γιατί εντάσσονται στην αρνητική λίστα. Επιπλέον, οι ασθενείς επιβαρύνονται και με άλλα 650 εκατ. ευρώ για συνταγογραφούμενα φάρμακα –συνήθως χρονίων παθήσεων – τα οποία επειδή είναι εξαιρετικά φθηνά, οι ασθενείς προτιμούν να τα παίρνουν απ΄ ευθείας από το φαρμακείο πληρώνοντας εξ’ ολοκλήρου τη δαπάνη τους, αντί να επισκέπτονται το γιατρό για επαναλαμβανόμενες συνταγές.
Περικοπές στην υγεία
Η συνολική χρηματοδότηση της υγείας στην Ελλάδα στη δεκαετία 2009-2019 μειώθηκε από 9,4% σε 7,8% του ΑΕΠ, με τη δημόσια χρηματοδότηση να πέφτει από 6,4% στο 4,7%, όταν τα ποσοστά στην Ε.Ε. 23 διατηρήθηκαν την ίδια περίοδο στο 10% και 8%, αντίστοιχα.
Μεταξύ των ετών 2013-2019 η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που μείωσε τη φαρμακευτική της δαπάνη, συνολικά κατά 18,8% και στα νοσοκομεία κατά 21,4%.
Το αποτέλεσμα ήταν η δημόσια κατά κεφαλήν δαπάνη να περιοριστεί το 2019 στα 237 ευρώ στην Ελλάδα, όταν στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου έφτανε τα 323 ευρώ και τα 444 ευρώ στη Δυτική Ευρώπη. Αναλυτικά, η κατά κεφαλήν νοσοκομειακή δαπάνη έφτανε τα 56 ευρώ στην Ελλάδα, μειωμένη κατά 52% σε σχέση με τα 117 ευρώ των χωρών του ευρωπαϊκού νότου και κατά 63% σε σχέση με τα 151 ευρώ των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Όσο για τις αγορές φαρμάκων από τα φαρμακεία, η κατά κεφαλήν δαπάνη ήταν 181 ευρώ, μειωμένη κατά 12% σε σχέση με τα 206 ευρώ του ευρωπαϊκού νότου και τα 293 ευρώ των δυτικοευρωπαϊκών χωρών.
Η διαφορά αυτή, στη χώρα μας σημαίνει ότι η δημόσια χρηματοδότηση υπολείπεται κατά περίπου ένα δις ευρώ σε σύγκριση με τις χώρες του Ευρωπαϊκού νότου (συμπτωματικά όσες είναι και οι υποχρεωτικές επιστροφές της φαρμακοβιομηχανίας) και κατά 2,3 δις. ευρώ σε σύγκριση με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης.
Η επιβάρυνση των φαρμακευτικών
Με δεδομένο τους παραπάνω περιορισμένους πόρους, στην κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού σε φάρμακα συμβάλλει και η φαρμακοβιομηχανία με την καταβολή υποχρεωτικών επιστροφών (rebate και clawback) οι οποίες ξεκίνησαν από τα 272 εκατ. ευρώ το 2012 για να φτάσουν το 1,309 δις. ευρώ το 2020.
Οι μεγαλύτεροι περιορισμοί αφορούν τη νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη που μειώνεται από τα 761 εκατ. ευρώ το 2012 στα 550 εκατ. ευρώ το 2018, για να ανέβει ως το 2020 στα 615 εκατ. ευρώ.
Πέρα όμως από τον γενικό κλειστό προϋπολογισμό για τα φάρμακα εντός και εκτός νοσοκομείου, καθιερώνονται σταδιακά και μικρότεροι κλειστοί προϋπολογισμοί για συγκεκριμένες θεραπευτικές κατηγορίες. Καθώς οι προϋπολογισμοί αυτοί αφαιρούνται από τον γενικό κλειστό προϋπολογισμό, οι φαρμακευτικές διαπιστώνουν τώρα ότι η συμμετοχή τους με τις υποχρεωτικές επιστροφές αυξάνεται σημαντικά – ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του 2020 ως το πρώτο εξάμηνο του 2021 οι υποχρεωτικές επιστροφές αυξήθηκαν από 39,2% σε 43,3%. Όπως επισημαίνεται στα στοιχεία του ΣΦΕΕ, «ιδιαίτερα στα νοσοκομεία, οι επιστροφές έχουν φτάσει να είναι υψηλότερες από τη δημόσια δαπάνη».
Οι επιμέρους κλειστοί προϋπολογισμοί στοχεύουν σε συγκεκριμένα φάρμακα στα οποία ζητούνται προκαταβολικά εκπτώσεις και η τιμή τους συγκρίνεται με άλλα προϊόντα της ίδιας θεραπευτικής κατηγορίας. Με δεδομένο αυτό, παράγοντες του ΣΦΕΕ επεσήμαιναν ότι δεν έφτασε ποτέ στη χώρα φάρμακο με καλύτερο προφίλ χορήγησης έναντι της αρχικής θεραπείας για σοβαρή πάθηση. Ο λόγος ήταν ότι η τιμή του προϊόντος ήταν υψηλότερη, έστω κι αν προκαλούσε εξοικονομήσεις καθώς η διάθεσή του ήταν δυνατή και εκτός νοσοκομείου. Οι ίδιες πηγές εξηγούσαν ότι κατ΄ αυτόν τον τρόπο πολλές νεότερες θεραπείες που βελτιώνουν τον τρόπο περίθαλψης των ασθενών, δεν θα φτάσουν στη χώρα.