Η Μάρω Κοντού παραδίδει μαθήματα σε κάθε εμφάνιση και κάθε δήλωσή της. Πρόκειται για μια από τις πιο καταξιωμένες ηθοποιούς του ελληνικού κινηματογράφου, την οποία απολαμβάνουμε στην επιτυχημένη σειρά του Ανδρέα Γεωργίου, “Η Γη της Ελιάς”.
Η αγαπημένη ηθοποιός βρέθηκε καλεσμένη στην εκπομπή “Στούντιο 4”, όπου μίλησε για τη συνεργασία της με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και την εικόνα που είχε σχηματίσει για εκείνη.
“Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, δεν κάναμε παρέα, μια ταινία κάναμε μόνο μαζί. Δεν είχαμε κάποια επαφή. Νομίζω ότι η Αλίκη δεν ήταν ποτέ ειλικρινής με τον εαυτό της και αυτό το έπιανες σε μια συνεργασία. Ήθελε να είναι μια άλλη, κι αυτό πρέπει να ήταν βάσανο για εκείνη. Εγώ τα έβλεπα τα πράγματα απ΄ έξω, ιδιαίτερα τώρα που μεγάλωσα τα βλέπω τελείως απ’ έξω”.
Όσον αφορά τις επαφές που κράτησε με συναδέλφους με τους οποίους συνεργάστηκε σε θέατρο ή κινηματογράφο τόνισε: “Το δέσιμο με τους συναδέλφους γινόταν αυτόματα μετά την ταινία. Δηλαδή καταλάβαινες, αν θα συνεχίσεις ή δεν θα συνεχίσεις τη σχέση μαζί τους. Ας πούμε, με τον Γιώργο Κωνσταντίνου είμαστε φίλοι. Με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα δεν είχαμε το μετά”, είπε αρχικά.
“Είχα εγώ τις δικές μου ιστορίες, είχε εκείνος τα δικά του. Ιδιαίτερος άνθρωπος ο Λάμπρος. Νομίζω ότι ήταν λίγο δυσκολούλης. Τσαντίλας, εντάξει!”, πρόσθεσε για τον αείμνηστο Λάμπρο Κωνσταντάρα.
Η ηθοποιός αναφέρθηκε επίσης στις ερωτικές σχέσεις της και πώς τις αντιμετώπιζε: “Στις σχέσεις μου δεν ήμουν σαλιάρα, ούτε γατούλα στον έρωτα. Μέχρι που κάποιος που το είπε κάποια στιγμή να γίνω, έτσι περίμεναν κάποια αρσενικά, μπορεί να τους βοηθάει αυτό, να τους χαλαρώνει. Εγώ ήμουν Γερμανοτραφής!”
Σε άλλο σημείο της συζήτησης, μιλώντας για τον πατέρα της, τον οποίο έχασε σε πολύ μικρή ηλικία είπε: “Μπαμπάς δεν υπήρχε, πέθανε όταν ήμουν δύο ετών, δεν τον γνώρισα. Την έλλειψή του την κατάλαβα στη διάρκεια. Ήθελα από τον άνθρωπο που ερωτευόμουν να μου κάνει λίγο τον μπαμπά. Αυτό δεν ήταν πολύ εύκολο, γιατί πιθανό κι εκείνος να γύρευε μια μαμά. Μια φορά το βρήκα, και θυμάμαι μάλιστα ότι το έλεγα, μου μυρίζεις “μπαμπίλα”, μπαμπάς. Ήταν μεγαλύτερος, δεν είχαμε μεγάλη διαφορά, αλλά δεν είχε το νεανικό επάνω του. Ενώ δεν ήταν μεγάλος, ήταν “βαρύς””.